ἀργύφεος

ἀργύφεος
ἀργύφεος (root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργύφεος — ἀργύφεος, έη, εον (Α) αυτός που λάμπει σαν άργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος*, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα] …   Dictionary of Greek

  • ἀργύφεος — silver shining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέων — ἀργύφεος silver shining fem gen pl ἀργύφεος silver shining masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργύφεον — ἀργύφεος silver shining masc acc sg ἀργύφεος silver shining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέαις — ἀργύφεος silver shining fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέη — ἀργύφεος silver shining fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέην — ἀργύφεος silver shining fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέης — ἀργύφεος silver shining fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέοιο — ἀργύφεος silver shining masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέοις — ἀργύφεος silver shining masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυφέοισι — ἀργύφεος silver shining masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”